Στο πλαίσιο του διαλόγου που ξεκίνησε η πλατφόρμα με τίτλο
ΠΩΣ ΘΑ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΘΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΜΕΓΑΛΗ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΑΞΗ; ΚΑΤΑΘΕΣΤΕ ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τοποθέτηση του πρώην υπουργού Φίλιππου Σαχινίδη μέλος του Εκτελεστικού Πολιτικού Συμβουλίου του Κινήματος Αλλαγής στη διάρκεια των εργασιών της 4ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης της Κινήσεις Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία
Αναλυτικά το κείμενο της ομιλίας
Η συζήτηση για το μέλλον της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας καλά κρατεί εδώ και χρόνια, προφανώς γιατί την τελευταία εικοσαετία η πορεία της είναι σταθερά καθοδική.
Μετά την εκλογική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ το 2012 ο Economist εισήγαγε τον όρο PASOKIFICATION για να περιγράψει αυτήν την πορεία των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων.
Δυο χρόνια αργότερα, ο Νίκος Μουζέλης σε άρθρο του έγραψε ότι η Σοσιαλδημοκρατία συμπεριφέρεται όπως το εκκρεμές.
Αν η εκτίμηση αυτή είναι σωστή εύλογα τίθεται το ερώτημα μπορούμε να προσδοκούμε στην επιστροφή των Τζεντάι;
Έχουν περάσει επτά χρόνια από τότε και η Σοσιαλδημοκρατία συνεχίζει να χάνει δυνάμεις. Αν λοιπόν θέλουμε να μιλήσουμε για Σοσιαλδημοκρατία 3.0, πρέπει να απαντήσουμε σε τρία ερωτήματα που αφορούν το παρελθόν και το παρόν της για να ψηλαφίσουμε αν και ποιες οι μελλοντικές προοπτικές της στην Ευρώπη και ειδικότερα στην Ελλάδα.
Ερώτημα πρώτο: Τι φταίει;
Υπάρχουν οι εύκολες απαντήσεις. Στην Ελλάδα για παράδειγμα η απάντηση είναι ότι φταίνε τα μνημόνια που έφερε το ΠΑΣΟΚ. Δεν τα έφερε το ΠΑΣΟΚ αλλά η πολιτική της ΝΔ που μετά τα προσυπέγραψε και τα εφάρμοσε όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η απάντηση αυτή δεν εξηγεί γιατί στη Γαλλία του Ολάντ, που δεν υπέγραψε μνημόνια, χάθηκε το Γαλλικό Σοσιαλιστικό κόμμα ή στη Γερμανία του Σρέντερ και στην Αυστρία μειώθηκε η δύναμη του SPD.
Αντίθετα, στην Πορτογαλία που οι Σοσιαλιστές υπέγραψαν το μνημόνιο επανήλθαν στην κυβέρνηση έχοντας κερδίσει δυο φορές τις εκλογές. Ανάλογη είναι και η εμπειρία της Ισπανίας.
Θεωρώ ότι σε μεγάλο βαθμό φταίει η ήττα μας στη μάχη των ιδεών. Με αποκορύφωμα την αποδοχή –σιωπηρή ή με αντιρρήσεις– των παραδοχών της συναίνεσης της Ουάσιγκτον για πλήρη απελευθέρωση των αγορών, μείωση του εποπτικού ρόλου του κράτους στο όνομα της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, την περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, την μονομερή έμφαση στην ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις υποβαθμίζοντας τη σημασία της ασφάλειας και αξιοπρεπούς διαβίωσης των εργαζομένων.
Αυτά οδήγησαν σε ενίσχυση της αβεβαιότητας και επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών και προοπτικών κοινωνικών στρωμάτων που παραδοσιακά αναζητούσαν πολιτική έκφραση μέσα από αυτά.
Τυπικό παράδειγμα η ατζέντα 2010 του Σρέντερ.
Σε πολλές χώρες η σύγκλιση με τα συντηρητικά κόμματα στα παραπάνω ζητήματα διευκόλυνε την κυβερνητική συνεργασία όταν δεν υπήρχε αυτοδυναμία. Όπου όμως πραγματοποιήθηκε η συνεργασία αυτή οδήγησε σε περαιτέρω αποδυνάμωση των σοσιαλιστών (Ελλάδα, Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία).
Τι να ένοιωσε άραγε ο παραδοσιακός ψηφοφόρος του Εργατικού Κόμματος στην Αγγλία όταν ο Peter Mandelson το 2002 σε άρθρο του στους Times έγραφε “we are all Thatcherites now».
Ένας δεύτερος λόγος για την καθοδική πορεία υπήρξε η αδύναμη και αναποτελεσματική προετοιμασία των μελών και ψηφοφόρων τους και η ανεπαρκής αντίδραση τους στις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης.
Θέσεις εργασίας στην Ευρώπη καταστρέφονταν γιατί μεταφέρθηκαν στην Ασία χωρίς όμως πρόνοια για αυτούς που έμεναν χωρίς δουλειά ή τις περιοχές που αποβιομηχανοποιούνταν.
Αυτό οδήγησε στην πράξη να επιλεγεί η μείωση φόρων εισοδήματος κεφαλαίου και να αυξηθούν οι φόροι εισοδήματος από την εργασία για να μείνουν στην χώρα οι επιχειρήσεις.
Το αποτέλεσμα ήταν να περικοπούνε τα επιδόματα για να ενισχυθεί η ευελιξία στην αγορά εργασίας με περιορισμό του ηθικού κινδύνου, τα κοινωνικά προγράμματα οι επενδύσεις στις υποδομές παιδείας και υγείας για δημοσιονομικούς λόγους.
Τρίτος παράγοντας η αναδιάταξη της κοινωνικής διαστρωμάτωσης ως αποτέλεσμα της αναδιοργάνωσης της οικονομίας και η δημιουργία νέων ταυτοτήτων.
Μια ερμηνεία για την τάση αυτή προσφέρει μια έρευνα μιας ομάδας υπό τον Πικετί. Οι πλούσιοι και οι μορφωμένοι στο παρελθόν ψήφιζαν συντηρητικά κόμματα ενώ οι πιο φτωχοί και χωρίς παιδεία ψήφιζαν σοσιαλδημοκράτες ή εργατικούς.
Μέχρι την αρχή του 21ου αιώνα είχε συντελεστεί μια έντονη αντιμετάθεση: Οι πολίτες με υψηλή εκπαίδευση ψηφίζουν τώρα αριστερά στην οποία συμπεριλαμβάνονται τα πράσινα κόμματα), ενώ οι ελίτ των υψηλών εισοδημάτων και του πλούτου συνεχίζουν να ψηφίζουν δεξιά. Ταυτόχρονα, όλο περισσότεροι πολίτες με χαμηλό εισόδημα και περιορισμένη μόρφωση ελκύονται από τον εθνικιστικό, λαϊκίστικό και αντιμεταναστευτικό λόγο των δεξιών κομμάτων.
Για να εξηγήσουμε την καθοδική πορεία των σοσιαλιστών πρέπει να λάβουμε υπόψη και τη μείωση των απασχολουμένων στη βιομηχανία που παραδοσιακά ψήφιζαν τους Σοσιαλιστές.
Τέλος, οι Σοσιαλιστές μετά την δημιουργία της ΟΝΕ στην ΕΕ και την έλευση της παγκοσμιοποίησης έχασαν εργαλεία πολιτικής που αξιοποιούσαν την χρυσή εικοσιπενταετία 1945-1970 για να εξασφαλίσουν πλήρη απασχόληση και καλούς μισθούς.
Στο εσωτερικό της ευρωζώνης οι αυστηροί δημοσιονομικοί κανόνες καθιστούν αναποτελεσματικό τον εθνικό κευνσιανισμό.
Δεν μερίμνησαν ωστόσο όταν ήταν ισχυρά να θέσουν τα θεμέλια και τις προϋποθέσεις για τον ευρωπαϊκό κευνσιανισμό.
Ως καταστατική υποχρέωση της ΕΚΤ ορίστηκε αποκλειστικά η διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών ακόμη και αν αυτό γίνεται σε βάρος της ανάπτυξης και της απασχόλησης.
Αντίθετα η FED είναι υποχρεωμένη να μεριμνά για την οικονομία και την απασχόληση.
Τέλος οι πολιτικές για τον ανταγωνισμό και τις κρατικές ενισχύσεις απέτρεπαν κλαδικές πολιτικές ή τη στήριξη της βιομηχανίας.
Οι αγορές υπαγόρευαν τις κατευθύνσεις της χρηματοδότησης. Με αποτέλεσμα φούσκες σε πολλές αγορές και τον προσανατολισμό σε αδιέξοδα παραγωγικά πρότυπα σε πολλές χώρες.
Συμπέρασμα: Η έξαρση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων κατά την τελευταία τριακονταετία προκλήθηκε από την οικονομική πολιτική που υπαγορεύονταν από την συναίνεση της Ουάσιγκτον.
Οι πολιτικές όμως απέναντι στην κρίση πανδημίας σε όλο τον κόσμο ήταν κευνσιανές δεν ήταν νεοφιλελεύθερες. Ακόμη και οι υπερασπιστές της συναίνεσης σήμερα αναγνωρίζουν την αποτυχία των trickle down economics και είναι σε αναζήτηση νέας συναίνεσης.
Η Σοσιαλδημοκρατία 3.0 οφείλει να πράξει το ίδιο. Να διατυπώσει νέες πολιτικές προτάσεις σε εθνικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο της ΕΕ.
Συμμαχίες στην Ευρώπη ενόψει της διαδικασίας αναθεώρησης δημοσιονομικών κανόνων και συζητήσεων για μονιμοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, του SURE και αμοιβαιοποίηση του χρέους.
Ερώτημα δεύτερο: Που να στρίψει η Σοσιαλδημοκρατία το τιμόνι; δεξιά ή αριστερά;
Όταν έγινε αποδεκτό ότι κάτι πρέπει να αλλάξει για να ανακοπεί η καθοδική πορεία παρακολουθώντας την κατεύθυνση των διαρροών των παραδοσιακών ψηφοφόρων τους αλλά και τις προτιμήσεις των νεοεισερχόμενων κάποιοι πρότειναν στροφή στα δεξιά προς το Κέντρο αναγορεύοντας ως πρότυπο τον Μακρόν. Άλλοι πρότειναν στροφή προς τα αριστερά αναγορεύοντας ως πρότυπο τον Κόρμπιν.
Εκ του αποτελέσματος και της πορείας των αντίστοιχων κομμάτων προκύπτει ότι καμία από αυτές τις δυο προτάσεις δεν βοήθησε.
Γιατί η μηχανική αυτή προτροπή παραμέριζε ή αποσιωπούσε πολλά από όσα αναφέρθηκαν στον πρώτο ερώτημα.
Ο Μακρόν είναι ένας κεντροδεξιός πολιτικός που με την οικονομική του πολιτική κινείται ακόμη εντός των παραδοχών της συναίνεσης της Ουάσιγκτον.
Εδώ δημιουργείται και μια παρανόηση. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης λένε ότι είναι αναγκαία η στροφή στο κέντρο γιατί η τομή δεξιά αριστερά δεν έχει νόημα σήμερα. Το κέντρο ως πολιτική οριοθέτηση προϋποθέτει την ύπαρξη της τομής δεξιά/αριστερά.
Ο δε Κόρμπιν ήθελε να λύσει τα προβλήματα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα προσφεύγοντας σε λύσεις της δεκαετίας του 1960.
Δεν είναι σύμπτωση ότι οι ψηφοφόροι του ψήφισαν το Brexit ούτε η μετάλλαξη του κόκκινου τείχους της Βορειοδυτικής Αγγλίας σε μπλε. Γεγονός πρωτόγνωρο στην ιστορία του Εργατικού Κόμματος.
Θα έπρεπε όλους αυτούς να τους προβληματίσει το γεγονός ότι ενώ συνέβη μια μεγάλη κρίση απόρροια της νεοφιλελεύθερης λογικής η αριστερά στην ριζοσπαστική της εκδοχή δεν βγήκε ωφελημένη.
Ο Μελανσόν στην Γαλλία δεν κέρδισε ψηφοφόρους από το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα ούτε το Die Linke από το SPD.
Κέρδισε όμως η νέα αντισυστημική ή/και ευρωσκεπτικιστική αριστερά: οι Podemos, ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και το Κίνημα των Πέντε αστέρων. Εκεί πήγαν πολλοί ψηφοφόροι των σοσιαλιστικών κομμάτων.
Οι Podemos όμως και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων σταδιακά ξεφούσκωσαν και ο ΣΥΡΙΖΑ στα καλύτερα του πήρε 35%-36%. Επέλεξε να συνεργαστεί με τους ακροδεξιούς του Καμένου για να κυβερνήσει εφαρμόζοντας το τρίτο μνημόνιο αντί να το σκίσει ή να καταργήσει με άρθρο μονό όπως έλεγε πριν το 2015. Δεν ξέρω πόσο νέα αντισυστημική αριστερά ή προοδευτική ήταν αυτή η στροφή.
Συμπέρασμα: Η Σοσιαλδημοκρατία 3.0 πρέπει να αποφασίσει τη θέση της στην ιστορική διαιρετική τομή δεξιά/αριστερά που είναι σε ισχύ. Η θέση της ήταν και πρέπει να παραμείνει στην αριστερά.
Υπάρχουν όμως και νέες διαιρετικές τομές που προκύπτουν από την παγκοσμιοποίηση, τη στάση έναντι της ΕΕ, τη στάση ως προς την κλιματική αλλαγή αλλά και τα όσα φέρνουν η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση και η τεχνητή νοημοσύνη και να πάρει καθαρή θέση.
Ερώτημα τρίτο: Τι πρέπει να κάνει η Σοσιαλδημοκρατία 3.0
Πριν αναζητήσουμε απαντήσεις στο τι πρέπει να κάνει εύλογα κάποιος μπορεί να θέσει το ερώτημα αν στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, είναι αναγκαία τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα;
Η απάντηση είναι θετική και έχει ως αφετηρία την ανάγκη να χτυπηθούν οι τεράστιες κοινωνικές ανισότητες εισοδήματος και πλούτου, την ανάγκη υπεράσπισης της δημοκρατίας από τα λαϊκίστικα κόμματα και την ακροδεξιά, την ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλιών για βαθύτερη ενοποίηση σε μια Ευρώπη με κοινωνική διάσταση, στον εξανθρωπισμό της Παγκοσμιοποίησης 3.0 την πραγμάτωση της μετάβασης στην πράσινη και ψηφιακή οικονομία με κοινωνική διάσταση.
Τα σοσιαλιστικά κόμματα για να επιστρέψουν – όπου αυτό είναι δυνατό – με πρωταγωνιστικό ρόλο πρέπει να επαναξιολογήσουν τι προσφέρουν σε σχέση με τα άλλα κόμματα. Να στραφούν στην κοινωνία, να την μελετήσουν σωστά.
Να κατανοήσουν τις αγωνίες και τις προτεραιότητες των πολιτών και στη βάση των προοδευτικών αξιών τους να αναδείξουν νέες ταυτότητες.
Με τις αναθεωρημένες προγραμματικές τους προτάσεις να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για τη συγκρότηση μιας νέας κοινωνικής πλειοψηφίας.
Αυτό θα το πετύχουν αν αποδεχτούν εκ νέου την ανάγκη να ηγεμονεύει ιδεολογικά «το πρωτείο της πολιτικής». Να εργαστούν για να συγκροτηθούν υπερεθνικά όργανα οικονομικής διακυβέρνησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο στη βάση κοινών αξιών.
Πολλά από τα σύγχρονα προβλήματα όπως η κλιματική αλλαγή, το μεταναστευτικό, η φοροαποφυγή των μεγάλων επιχειρήσεων, έχουν παγκόσμια διάσταση. Εκεί πρέπει να επιδιωχθεί η επίλυση τους στο πλαίσιο της πολυμερούς συνεργασίας.
Αν η σοσιαλδημοκρατία κάνει το λάθος να αναζητήσει τη λύση στα σύγχρονα προβλήματα εντός των εθνικών ορίων θα ηττηθεί και θα χαθεί στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Η πρόκληση σήμερα είναι να συγκροτήσει το νέο συμβιβασμό αυτή τη φορά ανάμεσα στο κράτος, την αγορά, τις γιγάντιες εταιρείες που μπορούν να επηρεάσουν επ’ ωφελεία τους τις αποφάσεις του κράτους και την κοινωνία των πολιτών.
Οι πολιτικές που βασίζονται στην υπόθεση ότι οι επιχειρήσεις θέλουν πάντοτε να επενδύσουν και απλά χρειάζονται ένα φορολογικό κίνητρο, είναι απλοϊκές και αφελείς.
Τα κίνητρα αυτά, αν δεν συνοδεύονται από στρατηγικές άμεσες επενδύσεις του κράτους, σπανίως θα πετύχουν πράγματα που δεν θα γινόντουσαν έτσι κι αλλιώς, με αποτέλεσμα απλά να αυξάνουν την κερδοφορία χωρίς την επιπλέον αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης.
Ο πρωταρχικός στόχος της οικονομικής πολιτικής πρέπει να είναι η αύξηση των επενδύσεων, όχι των κερδών. Το πρόβλημα δεν είναι η κερδοφορία αλλά οι παραγωγικές επενδύσεις και η αξιοπρεπής εργασία.
Η κρίση πανδημίας μπορεί να πάγωσε προσωρινά τις πολιτικές διεργασίες αλλά λειτουργεί ως επιταχυντής σε οικονομικές και κοινωνικές διεργασίες. Η επόμενη ημέρα στην οικονομία -όταν θα καταγραφούν στην πράξη οι συνέπειες της κρίσης- θα επιταχύνουν κάποια στιγμή και τις πολιτικές εξελίξεις. Τα κόμματα που κυβερνούν, στην πλειοψηφία τους συντηρητικά, θα τιμωρηθούν για την αναποτελεσματική αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών της κρίσης πανδημίας. Το ερώτημα είναι ποιος θα καρπωθεί εκλογικά την επερχόμενη πολιτική ανατροπή.
Η μόνη ελπίδα στις χώρες της Ευρώπης όπου έχουν αποδυναμωθεί οι Σοσιαλιστές είναι να συμπρωταγωνιστήσουν με φιλελεύθερους δημοκράτες, οικολόγους/πράσινους και αριστερούς της ανανέωσης σε μια διαδικασία ανασύνταξης του χώρου.
Με μια διαδικασία που θα αντλεί από την εμπειρία του Επινέ της Γαλλίας που οδήγησε σε ανασύνταξη του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται και τα οικονομικά δεδομένα στην Ευρώπη διαφέρουν πολύ από τις δεκαετίες που οδήγησαν στο Επινέ.
Για αυτό είναι αναγκαία η διαμόρφωση μιας νέας ατζέντας που θα απαντά στα νέα μεγάλα διλλήματα των κοινωνικών ανισοτήτων, της Κλιματικής Αλλαγής, των εργασιακών σχέσεων στην οικονομία της πλατφόρμας και της ψηφιακής οικονομίας, όπως και του ρόλου του κράτους.
Στη νέα ατζέντα οι Σοσιαλιστές θα πρέπει να πάρουν θέση και σε ζητήματα που πριν την πανδημία βρισκόντουσαν κάτω από το χαλί της πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά τώρα βρίσκονται στο επίκεντρο των αναζητήσεων ενός νέου προοδευτικού κινήματος. Ενός κινήματος που συνδυάζει ζητήματα δημοκρατίας απέναντι στον αυταρχισμό, την υπονόμευση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (ακόμα και για την χρήση της νέας τεχνολογίας), την ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα των εθνικών συστημάτων υγείας.
Όλα αυτά αποτελούν τη βάση για μια νέα πλατφόρμα προοδευτικής πολιτικής και προοπτικής εξουσίας εναλλακτικά στον Τέταρτο Δρόμο της Πορτογαλίας που αφορά λίγες χώρες όπου το Σοσιαλιστικό κόμμα παραμένει ισχυρό αλλά συνεργάζεται με κόμματα της αριστεράς για να σχηματίσει κυβέρνηση.
Στο βαθμό που θα ανταποκριθεί σε αυτή την πρόκληση η Σοσιαλδημοκρατία 3.0 μπορεί να ξαναγίνει δύναμη ηγεμονική στο χώρο της κεντροαριστεράς για να προωθήσει τη βιώσιμη ανάπτυξη με κοινωνική δικαιοσύνη και την υπεράσπιση της δημοκρατίας από τους δημαγωγούς που προτείνουν ως λύση στα παρόντα κοινωνικά και οικονομικά αδιέξοδα την κατάληψη του Καπιτωλίου ή την έφοδο στη Βουλή.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για το Κίνημα Αλλαγής που εκφράζει τη Σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα;
Η ανασύνταξη της Σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα για να προωθήσει μεγάλες προοδευτικές αλλαγές, ώστε να γίνονται επενδύσεις που θα δημιουργούν ποιοτικές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, να παράγεται νέος πλούτος που θα αφορά όλους τους πολίτες, και να ανασυγκροτηθεί το κοινωνικό κράτος, προϋποθέτει την επίλυση του ζητήματος της πολιτικής του ταυτότητας και τη μάχη για την ενίσχυση της αξιοπιστίας της πολιτικής.
Η αποπολιτικοποίηση που προκάλεσε η παγκοσμιοποίηση και η μείωση μελών Σοσιαλιστικών κομμάτων οδήγησε σε μεγαλύτερη μείωση της εκλογικής τους δύναμης.
Δεν αρκεί η επίκληση του ηρωικού παρελθόντος. Επείγουν απαντήσεις στα προβλήματα που κληροδότησαν οι δυο κρίσεις αλλά και στις νέες μεγάλες προκλήσεις της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, της τεχνητής νοημοσύνης, της κλιματικής αλλαγής, του δημογραφικού.
Θέσεις για τις μεγάλες ανατροπές που συντελούνται στην Ευρώπη και στο μεταπολεμικό σύστημα διεθνούς διακυβέρνησης.
Από το 2009 μιλούσαμε για την ανάγκη εξανθρωπισμού της παγκοσμιοποίησης και την πράσινη ανάπτυξη.
Τώρα με νέες προτάσεις θα διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για την ανασυγκρότηση μιας πλειοψηφικής κοινωνικής συμμαχίας.
Αυτό είναι το καθήκον του Κινήματος Αλλαγής που υπερασπίζεται την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός ισχυρού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στην Ελλάδα.
Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση για το Κίνημα Αλλαγής αν θέλει να πρωταγωνιστήσει ξανά με μια προοδευτική προγραμματική πρόταση για τη διακυβέρνηση της χώρας.